.......

Το συγκεκριμένο ιστολόγιο δημιουργήθηκε για όσους πιστεύουν στο ακατόρθωτο, στα παραμύθια, στις νεραΐδες στα ξωτικά στους Αγγέλους και σε όλων των ειδών τα ανέφικτα και αφανέρωτα. Για όσους λοιπόν κάπου μέσα τους υπάρχει ένα παιδί και έχει φτιάξει μια όμορφη δική του παραμυθούπολη!

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

....Μια καίνουρια Νύχτα ξεκινά,,,,

                'Ήταν πολλές νύχτες που ο Βασιλιάς βασανιζόταν από εφιάλτες και μαύρα όνειρα.  Ξυπνούσε κάθιδρος και με μάτια κλαμένα και με την καρδία του να είναι έτοιμη να βγει από το στήθος του….
  Είχε γίνει από πολύ μικρός Βασιλιάς μιας και ο πατέρας του έπασχε από μια παράξενη ασθένεια του μυαλού και η μητέρα του είχε πεθάνει στην γεννά της μικρής αδερφής  του.  Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντα του έβλεπε συνεχώς το ίδιο όνειρο….  Μια μαύρη σιλουέτα να προσπαθεί να αρπάξει εκείνον και ένα άσπρο πανέμορφο άλογο αναρωτιόταν αν αυτός ο εφιάλτης ήταν υπεύθυνος για την αρρώστια του πατέρα του ‘’Ίσως να  είναι κάποια κατάρα ‘’ Σκέφτηκε. ‘’ Αν είναι έτσι δεν πρέπει να κοιμηθώ ξανά’’.  Και  έτσι ο Βασιλιάς  Αδαμάντιος  πήρε την απόφαση του  και μόλις ξημέρωσε διέταξε να αφαιρέσουν το κρεβάτι από το δωμάτιο του και φώναξε τους γιατρούς και τους ζήτησε να του δίνουν ροφήματα που θα τον κρατούν ξύπνιο όταν νιώθει κουρασμένος και αδύναμος.
Πέρασαν μήνες και ο Βασιλιάς κατέφερε και δεν κοιμήθηκε ούτε στάλα έδειχνε παράξενα ήρεμος αλλά ταυτόχρονα και απίστευτα νευρικός οι υπήκοοι του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την αλλόκοτη γι αυτούς συμπεριφορά καθότι ο Βασιλιάς τούς  επειδή ζούσε την μέρα αλλά και την νύχτα είχε μάθει  να ζωγραφίζει και να μελετά τα άστρα στον ουρανό και μετά τα μεσάνυχτα να βγαίνει με το άλογο του για περίπατο στο δασός και γύριζε πάντα το ξημέρωμα.  Δεν άργησαν λοιπόν οι φήμες  από το λαό που κατηγορούσαν τον Βασιλιά ότι ασχολιόταν με μαγεία και με σκοτεινές δυνάμεις…         
Μια από εκείνες τις νύχτες που προτιμούσε να πηγαίνει βόλτα στο δάσος με το άλογο του, γύρισε πίσω πολύ νωρίτερα, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει η αϋπνία τόσων μηνών άρχισε να τον καταβάλει έντονα και εκείνο το βραδύ ήταν αδύνατο να τον ηρεμήσει η βόλτα στο δάσος, ο πονοκέφαλος σχεδόν του διέλυε τον εγκέφαλο άρχισε να βλέπει όνειρα ξύπνιος μέσα στο δάσος….  του φάνηκε πως είδε εκείνο το πανέμορφο άλογο και εκείνη ακριβώς την στιγμή ξεκίνησε και ο δυνατός αυτός πόνος που τον έκανε να τραβήξει το κεφάλι του  λες και αν το ξερίζωνε από το λαιμό του ο ίδιος εκείνη την στιγμή θα σταματούσε και τον πόνο… έτσι και γύρισε πίσω πολύ πιο γρήγορα εκείνο το βράδυ, δεν ήξερε τι να κάνει πόναγε τόσο πολύ …μια φωνή του έλεγε μέσα του ότι έπρεπε να κοιμηθεί για να ηρεμήσει αλλά εκείνος πολεμούσε την φωνή πίνοντας ένα από εκείνα τα ροφήματα που τον κρατούσαν ξύπνιο ….ματαία…. ο ύπνος είχε σκοπό να νικήσει αυτή την  φορά.  
Στην προσπάθεια του να ξεχάσει τον  πόνο άνοιξε να διαβάσει ένα από τα βιβλία που βρισκόταν στο γραφείο δεν κάθισε έτσι ώστε ο ύπνος να μην τον ξεγελάσει ….αλλά ο Βασιλιάς δεν κατάφερε να νικήσει.  Όρθιος με το βιβλίο στα χέρια και τα βλέφαρα του να βαραίνουν ολοένα με αποτέλεσμα να πέσει το βιβλίο από τα χέρια του και ο Βασιλιάς να αποκοιμηθεί όρθιος μπροστά στο παράθυρο της καμάρας του. 
 Έπεφτε και ξαναέπεφτε αποκάτω του ήταν ένα τεράστιο κενό που φαινόταν να τον ρουφάει δεν φαινόταν φώς αλλά μια παράξενη δίνη που έπαιρνε όλα τα χρώματα  που μπορούσε κανείς να φανταστεί…  πολεμούσε ώστε το σώμα του να μην καταλήξει σε αυτήν και κατάφερνε να μένει σταθερός σε ένα σημείο αλλά είχε αρχίσει να κουράζεται με αποτέλεσμα η δίνη όταν πήρε ένα χρώμα χρυσαφί να καταβροχθίσει το σώμα του νεαρού Βασιλιά και με έναν βαρύγδουπο ήχο βρέθηκε ανάσκελα σε κάτι  ασυνήθιστα σκληρό όπου γύρω του πετούσαν μικρά πολύχρωμα έντομα …..  Συνεχίζεται……

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Μια πολύ όμορφη ιστορία...

Την ιστορία που θα σας διηγηθώ, μου την είπε ένα αηδόνι για δικούς του λόγους φυσικά, που δεν έκατσα να ρωτήσω.

Πριν πολλά πολλά χρόνια λοιπόν στην Ανατολή, βασίλευε ένας σπουδαίος αυτοκράτορας,έξυπνος όσο κάθε σοφός, μορφωμένος και ανίκητος στη μάχη.

Οι υπήκοοι του θα ήταν τυχεροί σε άλλες συνθήκες, όμως δυστυχώς, ο αυτοκράτορας ήταν καταραμένος...

Υπήρχαν πρωινά που ο μεγάλος άρχοντας ξυπνούσε γεμάτος χαρά και ευδαιμονία. Χάριζε τους φόρους στους πολίτες, ελευθέρωνε τους φυλακισμένους, έκανε συνθήκες ειρήνης και διοργάνωνε γιορτές που κρατούσαν μέχρι το πρωί.

Τα θησαυροφυλάκια όμως έτσι άδειαζαν, οι εγκληματίες αποθρασύνονταν, οι πολέμαρχοι λεηλατούσαν τα περίχωρα, και οι δουλειές ξέμειναν πίσω.

Κάποιες άλλες μέρες, ο αυτοκράτορας ξυπνούσε κακόκεφος.

Τότε καταργούσε τις γιορτές, και κλείδωνε το θησαυροφυλάκιο της χώρας. Κήρυττε πόλεμο στους γείτονες και στρατολογούσε άντρες και γυναίκες.

Εκτελούσε φυλακισμένους χωρίς δίκη, κακομιλούσε στην σύζυγο του. Η χώρα υπέφερε, και οι πολίτες βαρυγκωμούσαν.

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για χρόνια και η χώρα, φύλλο στον άνεμο, έφτασε στο χείλος της καταστροφής.

Στο ενδιάμεσο των εξάρσεων, ο αυτοκράτορας παραπονιόταν για τις τρέλες του και παρακαλούσε τους σοφούς να του βρούνε μια λύση.

Και έτσι, οι λόγιοι και οι σοφοί της χώρας έβαλαν τα δυνατά τους για να λύσουν την κατάρα.

Αλχημιστές δοκίμασαν να ισορροπήσουν τα πέντε στοιχεία στο σώμα του, μοναχοί τον καθοδήγησαν να διαλογιστεί, μάγοι προσπάθησαν να διώξουν τα μοχθηρά πνεύματα.

Όλα δούλευαν για λίγο μόνο, και έπειτα από μερικές μέρες, ο αυτοκράτορας πάλι ξυπνούσε είτε κλαίγοντας είτε τραγουδώντας.

Κανείς δεν είχε τη λύση, μέχρι που κατέφθασε στην πόλη ένας άντρας με απλές μαύρες ρόμπες και ταπεινή όψη.

Οι φρουροί τον οδήγησαν μπροστά στον αυτοκράτορα που, τρέμοντας ο ίδιος το επόμενο του ξέσπασμα, είχε κλειστεί στην αίθουσα του θρόνου.

«Μεγάλε άρχοντα», είπε ο νεοφερμένος «σου έφερα ένα μαγικό δαχτυλίδι. Θα το βγάζεις πριν κοιμηθείς και θα το φοράς κάθε πρωί που θα ξυπνάς, και η κατάρα θα λυθεί».

Ο αυτοκράτορας πήρε το δαχτυλίδι, το κοίταξε και αμέσως χαμογέλασε.

Σηκώθηκε αμέσως από το θρόνο και ανακοίνωσε πως ήταν και πάλι ο άρχοντας της χώρας.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν,κυβέρνησε με ισοψυχία, δικαιοσύνη και εγκράτεια,και η χώρα ευημέρησε στις καλές και τις κακές ημέρες.

Όταν ο βασιλιάς πέθανε, οι σοφοί του έβγαλαν το μαγικό δαχτυλίδι και το εξέτασαν.

Προς έκπληξη τους, δεν είχε καθόλου μαγεία επάνω του:ήταν ένα απλό σιδερένιο δαχτυλίδι, με μια μόνο επιγραφή στο εσωτερικό της.

Αυτή διάβαζε ο αυτοκράτορας, κάθε πρωί όταν άνοιγε τα μάτια του, και έπνιγε τις διαθέσεις της ημέρας.

Και τι έλεγε η επιγραφή; Ρώτησα το αηδόνι...

‹‹Έλεγε,......" Και αυτό θα περάσει»

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Και για να γελάσουμε...

Ένα νεαρό ζευγάρι, πολύ ερωτευμένο, αποφασίζει να παντρευτεί, όταν την τελευταία νύχτα πριν τον γάμο, συμβαίνει ένα τραγικό ατύχημα και σκοτώνονται.
Βρίσκονται προ των πυλών του Παραδείσου, να συνοδεύονται από τον Άγιο Πέτρο.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο νεαρός συναντιέται με τον Πέτρο και του λέει:
- Άγιε μου, η αρραβωνιαστικιά μου και εγώ είμαστε πολύ ευτυχισμένοι εδώ μέσα στον Παράδεισο. Όμως, μας έχει λείψει πολύ η όλη διαδικασία, της τελετής του γάμου. Είναι δυνατόν, για κάποιον που ζει στον Παράδεισο να παντρευτεί κάποιον άλλον;

Ο Άγιος Πέτρος τον κοιτάζει καλά και του λέει:
- Λυπάμαι πολύ. Ποτέ ξανά δεν έχω ακούσει κάποιον άλλον να θέλει να παντρευτεί μέσα στον Παράδεισο. Πολύ φοβάμαι ότι αν το θέλετε πολύ, θα πρέπει να μιλήσετε με τον Παντοδύναμο Θεό. Μπορώ να σας κλείσω ένα ραντεβού σε δύο εβδομάδες από σήμερα.

Έφτασε η ημέρα του ραντεβού και οι δυο νέοι παρουσιάζονται εμπρός στον Παντοδύναμο.

Του αναφέρουν το αίτημά τους.

Ο Κύριος τους κοιτάζει σιωπηλά, σκέφτεται προβληματισμένα και τους λέει:
- Ελάτε σε δέκα χρόνια από σήμερα. Εάν ακόμη θέλετε να παντρευτείτε, τότε θα σκεφτώ την επιθυμία σας.

Δέκα χρόνια αργότερα, το ζευγάρι εμφανίζεται και πάλι.
Η επιθυμία τους είναι ακόμη ζωντανή.

Η εντολή του Θεού είναι ίδια:
- Σε δέκα χρόνια, θα παρουσιαστείτε πάλι εμπρός μου. Τότε θα το συζητήσουμε και πάλι.

Την τρίτη φορά, το ζευγάρι εμφανίζεται και πάλι στον Θεό.
Ακόμη επιθυμούν να έρθουν σε κοινωνία γάμου.

- Εντάξει λοιπόν. Μπορείτε να προχωρήσετε στον γάμο. Αυτό το Σάββατο, στις 6.30 το απόγευμα, θα τελεστεί μια υπέροχη τελετή γάμου στην Κεντρική Εκκλησία του Παραδείσου. Αφήστε τις λεπτομέρειες σε μένα.

Ο γάμος ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Όλοι οι καλεσμένοι ομολόγησαν ότι η νύφη ήταν πανέμορφη.

Όλοι οι γνωστοί και μη, ήταν παρόντες στην τελετή.

Ο Μωυσής έφερε σπάνια λουλούδια από τον Νείλο Ποταμό,
ο Νώε έφερε σπάνια ορυκτά από την Μεσοποταμία
και οι μαθητές του Ιησού έκαναν μερικά θαύματα για να εντυπωσιάσουν τους παρευρισκόμενους.

Ακόμη και ο Γκάντι εμφανίστηκε, έμεινε μόνο για λίγο και φορούσε τα πιο καλά του ρούχα.

Όμως, το μαντέψατε...όμως.

Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα το παντρεμένο ζευγάρι, κατάλαβαν ότι έκαναν ένα φοβερό λάθος.

Απλά, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν παντρεμένοι.

Έτσι, αποφάσισαν να κλείσουν ένα ακόμη ραντεβού με τον Θεό, για να του ζητήσουν ένα διαζύγιο στον Παράδεισο.

Όταν ο Παντοδύναμος Θεός άκουσε το νέο αίτημά τους, βγήκε από τις χλαμύδες του.

Τους κοίταξε με ένα ανάμεικτο, γεμάτο οίκτο, αυστηρότητα, και απογοήτευση, βλέμμα και τους είπε:

- Μα, είσαστε σοβαροί, επιτέλους;
Μας πήρε είκοσι χρόνια να βρούμε ένα παπά, εδώ στον παράδεισο να σας παντρέψει!

Μπορείτε να φανταστείτε πόσο καιρό θα μας πάρει να βρούμε έναν δικηγόρο!

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Δημήτρης Ζερβουδάκης-Γράμμα Σ'έναν Ποιητή

Ενα γράμμα για σένα εκεί ψηλα.

Ακούς ; Είσαι εδώ; Νιώθω την παρουσία σου συχνά, είσαι εδώ; Ακούω τον αέρα που σφυρίζει λες και μου μιλάς...
Είσαι εδώ;
Κρυώνω ο αέρας ξυρίζει το προσωπό μου...
Είσαι εδώ;
Πονάω θέλω να σε  δώ να σ αγκαλιάσω, είσαι εδω; Σκοτείνιασε, δεν λέει να φωτίσει ο ουράνος το δρόμο μου.
Είσαι εδώ;
Στο ράδιο παίζει την μουσικη που αγαπάς δεν μπορεί να ειναι τυχαίo αυτό,
Είσαι εδώ;
Λες να χιονίσει η ατμόσφαιρα μύριζει χιόνι, είσαι εδώ; Σαν να κυριέψε η νύχτα το σήμερα ότι δεν στοίχειωσε το χτες, είσαι εδώ;
Σε παρακαλώ μείνε θέλω να μου τραγουδήσεις και έτσι να αποκοιμήθω...
Μείνε εδώ...
Ξέρω το κρεβάτι δεν ειναι μαλάκο οπως τα πουπουλένια ρούχα που φοράς αλλα μείνε...
Μείνε εδώ...
Μου χρωστάς ένα παραμύθι ένα χάδι για αυτόν τον πυρετό...
Μείνε εδώ
Θα σου ετοιμάσω το φαγητό που αγαπάς ...
Μείνε εδώ....
¨Εχω φωτογραφίες να σου δείξω απο ταξίδια και εκδρομές ...
Μείνε εδώ...
Πάρε τα χέρια σου και κράτα την καρδία μου ...
Μείνε εδώ...
Μην την κοιτάς που αιμοραγεί απλά παρε την στα χέρια σου και θα δείς θα σταμματήσει...
Απλά μέινε εδω!

Sophiana

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Αρχαίο θεάτρο...

Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγευμα, ό,τι έπρεπε για την επίσκεψη που είχε προγραμματιστεί αορίστως μερικούς μήνες πριν. Η γη, ξεδιψασμένη καλά από τις βροχές, αρνούνταν να δεχτεί άλλο νερό στα σωθικά της και το άφηνε να φτιάχνει μικρές λιμνούλες στο δέρμα της. Ο χώρος περιφραγμένος και όπως ήταν αναμενόμενο, άδειος. Μοναδικοί επισκέπτες τα ψήλα δέντρα τρίγυρω και τα πουλία που και που στον γκρίζο ουρανό. Καλύτερα έτσι, υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία να δει κανείς πιο καθάρια και να βιώσει εντονότερα τον χώρο.
Είναι περίεργο το συναίσθημα όταν συνειδητοποιεί κάποιος πως περπατά πάνω σε μονοπάτια που άλλοι πατούσαν 2.500 χρόνια πριν, μοιάζει με μείγμα δέους, ρίγους, μεγαλείου και φόβου. Η σκέψη αν αυτοί που περπατούσαν τότε φαντάστηκαν ποτέ αυτούς που το περπατούν τώρα έφερε, ως λογική συνέπεια και συνέχεια, το ερώτημα για το πως θα είναι αυτοί που θα το περπατούν αύριο και αν και οι τελευταίοι με την σειρά τους αναλογιστούν για τα πόδια που οι αρχαίες πέτρες τόσο καιρό δεχόνταν.

Το πρώτο και πιο κυρίαρχο αποτύπωμα της επίσκεψης ήταν η αρμονία του τόπου με το φυσικό περιβάλλον. Η εξήγηση για αυτήν την εντύπωση δόθηκε στο τέλος του περιπάτου από τον φύλακα του χώρου: ήταν λαξευμένο, τουλάχιστον το κομμάτι που σώζεται μέχρι σήμερα. Δεν υπήρχε κάτι το φτιαχτό, το συνθετικό στα υλικά της κατασκευής του, ήταν 100% φυσικό. Φυσικό και αυτόχθον, καθώς ο βράχος ήταν μέρος του βουνού, τότε και σήμερα, πριν λάβει το λειτουργικό του σχήμα για τις ανάγκες των αρχαίων. Η πιο οικολογική και εύρυθμη κατασκευή της περιοχής.
Διάσπαρτα υπήρχαν σημεία πληροφοριών για τα διάφορα επιμέρους κομμάτια που απάρτιζαν τον χώρο αλλά η αλήθεια είναι πως δεν αναγνώστηκαν. Όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος για το ιστορικό και αρχαιολογικό υπόβαθρο αλλά από απλή επικέντρωση της προσοχής πιο πολύ στην συν-αισθηματική περιήγηση παρά την εκπαιδευτική και γνωστική επίσκεψη.

Τα ανάλαφρα γκρίζα σύννεφα του ουρανού συνδυασμένα με το γκρίζο του μαρμάρου ήταν το σκηνικό, ο βουβός θόρυβος της σύγχρονης πραγματικότητας από πέρα η μουσική και η έλλειψη Ηθο-ποιών ο μεγαλύτερος Χορός στο έργο των Σκέψεων.

Για πνευμόνια συνηθισμένα σε μεγαλουπόλεις ο αέρας έφερνε μαζί με τη δροσιά του και συνδέσμους με όσα τυχόν διαδραματίστηκαν εκεί στο παρελθόν, πραγματώνονται στο σήμερα και θα λάβουν χώρα και στο αύριο. Αυτό είναι ίσως και ένα από τα μεγαλύτερα αγαθά της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, το συναίσθημα της συνέχειας στο διάβα των αιώνων και του ενιαίου συλλογικού στο οποίο πρόγονοι, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι είναι όλοι αναπόσπαστο μέρος.
 
Φέυγοντας το αρχαίο θέατρο του Άργους παρέμεινε πίσω, όπως χιλιάδες χρόνια τώρα, ειρωνικά, ο πιο πιστός θεατής τού ίδιου του του εαυτού. Έστω και αναξιοποίητο, θα συνέχιζε να δέχεται σιωπηλά όποιον δεχόταν να το αφουγκραστεί.

Από σένα..

Αρχίζω· βαθιά ανάσα, μη σκοντάψω στις λέξεις·
βάζω τον ήρωα εγώ, την εποχή εσύ θα διαλέξεις.
Κάπου σε μια καλύβα στης φωτιάς τα μέρη,
ζούσε ένας γέροντας που κουβαλούσε ένα άσπρο πανέρι.
Μέσα είχε βάλει και πουλούσε ευχές
που 'χαν ξεμείνει στους ανθρώπους απ' τα χθες.
Έτσι γυρνούσε ολημερίς σε χωριά και σοκάκια
φορτωμένος την παράξενη πραμάτεια.
Εκεί τον είδε, λοιπόν, ένας κουφός και του έγνεψε,
έψαχνε ελπίδα, λες κι η τύχη του στέρεψε.
Πήρε δυο ευχές απ' το πανέρι, τις άνοιξε κι έλαμψε,
έκανε πίσω, κρύφτηκε κι έκλαψε.
Λίγο πιο κάτω τον άκουσε μια κοπέλα τυφλή
καθισμένη σ' ένα βράχο παρέα μ' ένα σκυλί.
Τον παρακάλεσε να βγάλει δυο ευχές ν' αγοράσει
κι αν είναι εύκολο σιγά να της διαβάσει.
Έτσι κι έγινε, άκουγε κι έσφιγγε το στόμα της·
σαν να ζαλίστηκε και έχασε το χρώμα της.
Είπε στο γέροντα που διάβαζε να πάψει,
σφιγγόταν τόσο για να μη κλαψει.
Λίγο πιο πέρα τον φώναξε ένας έμπορος
γελαστός, καλοστεκούμενος και εύπορος.
Εβγαλε ένα πουγκί και πήρε το μισό πανέρι,
πρέπει να διάβαζε ευχές όλο το μεσημέρι.
Γιατί τον βρήκανε τ' απόγευμα λιπόθυμο στην άκρη
και η κόρη του έλεγε πως δε του 'μεινε δάκρυ.
Έτσι ο γέροντας βάζοντας κάτω το κεφάλι,
ένοιωσε άσκημα πρώτη φορά ντροπή μεγάλη.
Έδωσε πίσω τα λεφτά και μάζεψε όλα τα χαρτιά,
τα 'βαλε μες στο πανέρι κι αφού άναψε φωτιά,
δε μπορούσε να ξεχάσει όλες τούτες τις στιγμές
- λες και πληρώσαν για να πάρουν τις παλιές τους ευχές.
Έκανε τα πίσω μπρος κι ο ασπροντυμένος ουρανός
του τραγουδούσε πόσο ήταν τυχερός
που είχε στα μάτια του όλα όσα πέρασε
που τα κατάφερε και γέρασε
.
 

Καλώς ορίσατε.....

Ένα βράδυ ένας γέρος (ινδιάνος) της φυλής
Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη
που γίνεται μέσα στην
ψυχή των ανθρώπων. Είπε:
"Γιέ μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο 'λύκων'
που υπάρχουν μέσα σε όλους μας"
Ο ένας είναι το Κακό. - Είναι ο θυμός, η ζήλια, η
θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονία,
η αυτολύπηση, η ενοχή,η προσβολή, η κατωτερότητα,
τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.


Ο άλλος είναι το Καλό. - Είναι η χαρά, η ειρήνη, η
αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη,
η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνοια, η
γεναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία ..


Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά
ρώτησε τον παππού του: "Ποιος λύκος νικάει;"


Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά ...............

"Αυτός που ταΐζεις."