.......

Το συγκεκριμένο ιστολόγιο δημιουργήθηκε για όσους πιστεύουν στο ακατόρθωτο, στα παραμύθια, στις νεραΐδες στα ξωτικά στους Αγγέλους και σε όλων των ειδών τα ανέφικτα και αφανέρωτα. Για όσους λοιπόν κάπου μέσα τους υπάρχει ένα παιδί και έχει φτιάξει μια όμορφη δική του παραμυθούπολη!

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Από σένα..

Αρχίζω· βαθιά ανάσα, μη σκοντάψω στις λέξεις·
βάζω τον ήρωα εγώ, την εποχή εσύ θα διαλέξεις.
Κάπου σε μια καλύβα στης φωτιάς τα μέρη,
ζούσε ένας γέροντας που κουβαλούσε ένα άσπρο πανέρι.
Μέσα είχε βάλει και πουλούσε ευχές
που 'χαν ξεμείνει στους ανθρώπους απ' τα χθες.
Έτσι γυρνούσε ολημερίς σε χωριά και σοκάκια
φορτωμένος την παράξενη πραμάτεια.
Εκεί τον είδε, λοιπόν, ένας κουφός και του έγνεψε,
έψαχνε ελπίδα, λες κι η τύχη του στέρεψε.
Πήρε δυο ευχές απ' το πανέρι, τις άνοιξε κι έλαμψε,
έκανε πίσω, κρύφτηκε κι έκλαψε.
Λίγο πιο κάτω τον άκουσε μια κοπέλα τυφλή
καθισμένη σ' ένα βράχο παρέα μ' ένα σκυλί.
Τον παρακάλεσε να βγάλει δυο ευχές ν' αγοράσει
κι αν είναι εύκολο σιγά να της διαβάσει.
Έτσι κι έγινε, άκουγε κι έσφιγγε το στόμα της·
σαν να ζαλίστηκε και έχασε το χρώμα της.
Είπε στο γέροντα που διάβαζε να πάψει,
σφιγγόταν τόσο για να μη κλαψει.
Λίγο πιο πέρα τον φώναξε ένας έμπορος
γελαστός, καλοστεκούμενος και εύπορος.
Εβγαλε ένα πουγκί και πήρε το μισό πανέρι,
πρέπει να διάβαζε ευχές όλο το μεσημέρι.
Γιατί τον βρήκανε τ' απόγευμα λιπόθυμο στην άκρη
και η κόρη του έλεγε πως δε του 'μεινε δάκρυ.
Έτσι ο γέροντας βάζοντας κάτω το κεφάλι,
ένοιωσε άσκημα πρώτη φορά ντροπή μεγάλη.
Έδωσε πίσω τα λεφτά και μάζεψε όλα τα χαρτιά,
τα 'βαλε μες στο πανέρι κι αφού άναψε φωτιά,
δε μπορούσε να ξεχάσει όλες τούτες τις στιγμές
- λες και πληρώσαν για να πάρουν τις παλιές τους ευχές.
Έκανε τα πίσω μπρος κι ο ασπροντυμένος ουρανός
του τραγουδούσε πόσο ήταν τυχερός
που είχε στα μάτια του όλα όσα πέρασε
που τα κατάφερε και γέρασε
.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου