.....Όσο ταξίδευαν πέρναγαν μέσα από σύννεφα που άλλαζαν συνεχώς χρώμα και ουρανός άρχιζε να παίρνει το χρώμα της καληνύχτας, το έδαφος από κάτω τους φαινόταν σαν πολύχρωμο μωσαϊκό, ο αέρας που μαστίγωνε τα πρόσωπα τους λόγω της ταχύτητας ήταν ζεστός και ευχάριστος, ο βασιλιάς σκεφτόταν ότι αν υπήρχε παράδεισος πιθανότατα να είναι το μέρος που βρισκόταν αυτή την στιγμή άλλα δεν ένιωθε ότι έχει έχει πεθάνει κάθε άλλο ένιωθε πιο ζωντανός από πότε κάθε κύτταρο του απορροφούσε την ενέργεια από αυτό το σχεδόν τέλειο μέρος.
Το ταξίδι τους θα διαρκούσε για πολύ λίγο ακόμα μιας και το κάστρο είχε αρχίσει να φαίνεται στις πρόποδες ενός γαλάζιου βουνού...τα μάτια του αλόγου πήραν το χρώμα του βουνού και τα άρχισε να κατεβαίνει προς το έδαφος. -ΒΑΣΙΛΙΑ ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΓΙΑΤΙ ΚΑΣΤΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ, Και έτσι πήραν το μονοπάτι που έβγαζε σ ένα θεόρατο δάσος που τα φυλλώματα τους ήταν και αυτιά γαλάζια και οι καρποί τους ήταν πορτοκάλι και βρισκόντουσαν στην ριζά γύρω-γύρω των ψηλών δέντρων ,ο βασιλιάς δεν χόρταινε να κοιτάει τις απίστευτες ομορφιές αυτού του τόπου, μετά από περίπου ένα χιλιόμετρο μέσα στο δάσος ξεπρόβαλε ένα άνοιγμα που οδηγούσε στο κάστρο βγαίνοντας από το άνοιγμα το είδαν .......Ήταν ψηλότερο και από τα τεράστια δέντρα, φαινόταν διάφανο αλλά δεν έβλεπες τίποτα από μέσα του, κάποιες φόρες μια λάμψη σαν ουράνιο τόξο πέρναγε και φώτιζε το κάστρο από το έδαφος μέχρι και τον τελευταίο του πυργίσκο κάθε παράθυρο ήταν κλειστό και τα τζάμια τους ζωγραφιστά με κάθε λογής χρώμα και σχέδιο, το άλογο κατέβασε ομαλά τον βασιλιά από την πλάτη που είχε μείνει αποσβολωμένος και τα μάτια θαμπά, σκεφτόταν το δικό του κάστρο εκείνο το μουντό γκρι οίκημα που ποτέ δεν το χε γεμίσει με χρώματα γιατί έπρεπε να φαντάζει απειλητικό μα αυτό το κάστρο ήταν διαφορετικό αυτή η χωρά ήταν διαφορετική ακόμα και εκείνος ήταν διαφορετικός σε αυτή την χώρα. Η πόρτα του κάστρου κατέβηκε για να υποδεχτεί τους ταξιδιώτες ο βασιλιάς προχώρησε μπροστά να δει το υπόλοιπο κάστρο με την λαχταρά ενός μικρού παιδιού, μπροστά τους ήταν ένας πολύ μεγάλος κήπος με πολύχρωμους μικρούς θάμνους, ένας γυάλινος διάδρομος ανάμεσα σε αυτόν οδηγούσε στην εσωτερική πόρτα του κάστρου από κάτω του κυλούσε ένα μοβ ποτάμι. Η πόρτα άνοιξε:
-Που είναι ο καλεσμένος μας; στην πόρτα στεκόταν μια πανέμορφη κοπέλα με ροζ μαλλιά και πράσινα μάτια το δέρμα της ήταν λευκό σαν το χιόνι και τα ρούχα της ήταν όλα στις αποχρώσεις του ροζ.
-ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΜΟΥ το άλογο υποκλίθηκε... Ο βασιλιάς Αδαμάντιος δεν είχε καταλάβει την παρουσία της βασίλισσας γιατί χάζευε ακόμα το κήπο του κάστρου που ένας πράσινος σαν κάστορας κυνηγούσε μια ροζ αράχνη... -Βασιλιά μου, είπε η βασίλισσα, τότε ο βασιλιάς γύρισε προς το μέρος της βασίλισσας και χλόμιασε βλέποντας την, υπήρχε μια ακόμη παρουσία που βρισκόταν πίσω από την βασίλισσα, έτριψε τα μάτια του και με φωνή έτοιμη να σπάσει κατάφερε να προφέρει την λέξη -Πατέρα..: (η συνεχεία σύντομα)
Το ταξίδι τους θα διαρκούσε για πολύ λίγο ακόμα μιας και το κάστρο είχε αρχίσει να φαίνεται στις πρόποδες ενός γαλάζιου βουνού...τα μάτια του αλόγου πήραν το χρώμα του βουνού και τα άρχισε να κατεβαίνει προς το έδαφος. -ΒΑΣΙΛΙΑ ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΓΙΑΤΙ ΚΑΣΤΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ, Και έτσι πήραν το μονοπάτι που έβγαζε σ ένα θεόρατο δάσος που τα φυλλώματα τους ήταν και αυτιά γαλάζια και οι καρποί τους ήταν πορτοκάλι και βρισκόντουσαν στην ριζά γύρω-γύρω των ψηλών δέντρων ,ο βασιλιάς δεν χόρταινε να κοιτάει τις απίστευτες ομορφιές αυτού του τόπου, μετά από περίπου ένα χιλιόμετρο μέσα στο δάσος ξεπρόβαλε ένα άνοιγμα που οδηγούσε στο κάστρο βγαίνοντας από το άνοιγμα το είδαν .......Ήταν ψηλότερο και από τα τεράστια δέντρα, φαινόταν διάφανο αλλά δεν έβλεπες τίποτα από μέσα του, κάποιες φόρες μια λάμψη σαν ουράνιο τόξο πέρναγε και φώτιζε το κάστρο από το έδαφος μέχρι και τον τελευταίο του πυργίσκο κάθε παράθυρο ήταν κλειστό και τα τζάμια τους ζωγραφιστά με κάθε λογής χρώμα και σχέδιο, το άλογο κατέβασε ομαλά τον βασιλιά από την πλάτη που είχε μείνει αποσβολωμένος και τα μάτια θαμπά, σκεφτόταν το δικό του κάστρο εκείνο το μουντό γκρι οίκημα που ποτέ δεν το χε γεμίσει με χρώματα γιατί έπρεπε να φαντάζει απειλητικό μα αυτό το κάστρο ήταν διαφορετικό αυτή η χωρά ήταν διαφορετική ακόμα και εκείνος ήταν διαφορετικός σε αυτή την χώρα. Η πόρτα του κάστρου κατέβηκε για να υποδεχτεί τους ταξιδιώτες ο βασιλιάς προχώρησε μπροστά να δει το υπόλοιπο κάστρο με την λαχταρά ενός μικρού παιδιού, μπροστά τους ήταν ένας πολύ μεγάλος κήπος με πολύχρωμους μικρούς θάμνους, ένας γυάλινος διάδρομος ανάμεσα σε αυτόν οδηγούσε στην εσωτερική πόρτα του κάστρου από κάτω του κυλούσε ένα μοβ ποτάμι. Η πόρτα άνοιξε:
-Που είναι ο καλεσμένος μας; στην πόρτα στεκόταν μια πανέμορφη κοπέλα με ροζ μαλλιά και πράσινα μάτια το δέρμα της ήταν λευκό σαν το χιόνι και τα ρούχα της ήταν όλα στις αποχρώσεις του ροζ.
-ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΜΟΥ το άλογο υποκλίθηκε... Ο βασιλιάς Αδαμάντιος δεν είχε καταλάβει την παρουσία της βασίλισσας γιατί χάζευε ακόμα το κήπο του κάστρου που ένας πράσινος σαν κάστορας κυνηγούσε μια ροζ αράχνη... -Βασιλιά μου, είπε η βασίλισσα, τότε ο βασιλιάς γύρισε προς το μέρος της βασίλισσας και χλόμιασε βλέποντας την, υπήρχε μια ακόμη παρουσία που βρισκόταν πίσω από την βασίλισσα, έτριψε τα μάτια του και με φωνή έτοιμη να σπάσει κατάφερε να προφέρει την λέξη -Πατέρα..: (η συνεχεία σύντομα)